μάζα

μάζα
I
(Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε δύο πεδία: στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας και στο πεδίο της πολιτικής. Στο πρώτο, η έννοια της μ. διαχωρίστηκε από την έννοια του πλήθους. Έτσι ο φον Βίζε καθόρισε τις μ. ως ομάδες, στις οποίες οι σχέσεις συγκέντρωσης των ατόμων προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του συνόλου. Διέκρινε τις συγκεκριμένες μ., που αποτελούν «ενιαία αλυσίδα συλλογικών ενεργειών» μικρής διάρκειας, από τις απροσδιόριστες μ., μορφές με διάρκεια, αλλά ανοργάνωτες και με συγκεχυμένη δομή (για παράδειγμα λαϊκές μ.). Ο Γκούρβιτς καθόρισε τη μ. ως τον «πιο αδύνατο σε ένταση και πιο δυνατό σε πίεση» βαθμό κοινωνικής σύνδεσης. Και ο Γκούρβιτς είναι εκείνος που μελέτησε σε βάθος τα χαρακτηριστικά της μ. διακρίνοντάς την τόσο από το πλήθος, όσο και από τη στατιστική απλώς συγκέντρωση και το αγελαίο μάζεμα (την αγέλη του Σέλερ). Σύμφωνα με τον Γκούρβιτς, η μ. στηρίζεται σε συλλογικές διαισθήσεις και έτσι αποτελεί μια πρώτη, στοιχειώδη εκδήλωση κοινωνικότητας, πρώτο βαθμό του Εμείς. Διακρίνει τις χαλαρές μ., τις οποίες συνενώνει η συνείδηση της συγγένειας της κοινωνικής τους θέσης (μ. των απεργών) και τις συγκεντρωμένες μ.
Στο πολιτικό πεδίο η έννοια της μ. δεν καθορίστηκε προσεκτικά και χρησιμοποιήθηκε για δύο διαφορετικούς σκοπούς: για να τονίσει την υπεροχή της ολότητας πάνω στο άτομο (π.χ. Λένιν και γενικά οι σοβιετικοί θεωρητικοί) ή για να εξάρει τον ρόλο της μεμονωμένης προσωπικότητας απέναντι στα αγελαία ένστικτα των μ. (αναρχικοί θεωρητικοί, ναροντνίκοι). Στη δεύτερη περίπτωση η έννοια της μ. έλαβε υποτιμητικό χαρακτήρα, που την φέρνει πιο κοντά στις έννοιες του πλήθους και της ανθρώπινης αγέλης. Ο Γκάιγκερ, για παράδειγμα, χαρακτήρισε το πνεύμα της μ. ως «πνεύμα του κοινού όχι», για να τονίσει τον καθαρά αρνητικό και καταστρεπτικό ρόλο των ομαδικών αισθημάτων. Ο Λε Μπον και ο Ζουσέν βρήκαν έτσι στήριγμα για να διατυπώσουν τη θεωρία της «αδυναμίας κατεύθυνσης των μ.».
Η μελέτη των ομαδικών αισθημάτων επιχειρήθηκε, ιδίως για πολιτικούς και εμπορικούς σκοπούς, είτε για την εξακρίβωση των πιο ισχυρών στοιχείων ψυχολογικής πίεσης πάνω στις μ., είτε για να αποκαλυφθούν ειδικές πλευρές της σχέσης μεταξύ αρχηγού και μ. Έγινε έτσι προσπάθεια να δημιουργηθεί μια καθαυτό «ψυχολογία του πλήθους» ή, πιο πρόσφατα, μια θεωρία «παρατήρησης της μ.» (mass observation) και ανάλυσης της κοινής γνώμης.
II
(Φυσ.). Ένα χαρακτηριστικό μέγεθος κάθε σώματος. Μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα ύλης που περιέχεται στο εξεταζόμενο σώμα. Επειδή η ύλη αποτελείται από άτομα, σε τελευταία ανάλυση η μ. ενός σώματος δίνεται από τη μ. όλων των ατόμων που το αποτελούν. Από την άποψη αυτή προκύπτει καθαρά ότι η μ. είναι ένα προσθετικό μέγεθος: αν ενώσουμε περισσότερα σώματα σε ένα μόνο, οι μ. τους θα προστεθούν. Η μέτρησή της γίνεται με τον ζυγό σε σύγκριση με μια άλλη μ. που λαμβάνεται ως πρότυπο και με βάση την αρχή ότι αν δύο σώματα που βρίσκονται στον ίδιο τόπο έχουν το ίδιο βάρος, θα έχουν και την ίδια μ. Ο προηγούμενος ορισμός, τον οποίο έδωσε για πρώτη φορά ο Νεύτων, δεν εξαντλεί τη φυσική έννοια της μ., επειδή περιορίζεται στις στατικές της ιδιότητες, χωρίς να αναφερθεί στις δυναμικές της ιδιότητες. Πράγματι, από τη δεύτερη αρχή της δυναμικής προκύπτει ότι για να δοθεί μια ορισμένη επιτάχυνση σε ένα σώμα που είναι αρχικά ακίνητο, πρέπει να εφαρμοστεί μια δύναμη ανάλογη προς τη μ., η οποία δίνεται από τον τύπο F = μγ· όσο μεγαλύτερη είναι η μ. του θεωρούμενου σώματος, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η δύναμη που θα εφαρμοστεί. Αυτό σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η μ., τόσο μεγαλύτερη είναι η αδράνεια που πρέπει να υπερνικηθεί για να προσδοθεί στο σώμα μια δεδομένη ταχύτητα. Η ιδιότητα αυτή έχει γενική ισχύ. Κάθε σώμα τείνει να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε επερχόμενη μεταβολή της κινητικής του κατάστασης, γεγονός που μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά από τον λόγο m = F/γ, που ονομάζεται αδρανειακή μ. Από αυτά προκύπτει ότι μπορεί να δοθεί για κάθε σώμα μια δυναμική μέτρηση της μ. εφαρμόζοντας μια γνωστή σε μέγεθος δύναμη και εκτελώντας τον υπολογισμό με βάση τον δεύτερο νόμο, αφού υπολογιστεί η επιτάχυνση που έχει δοθεί. Μένει να θεωρηθεί η μ. βαρύτητας, δηλαδή η μ. που εισέρχεται στον νόμο της παγκόσμιας νευτώνειας έλξης: F = m1m2/r2. Οι πολυάριθμες και ακριβείς μετρήσεις που έκανε ο φυσικός Ρόλαντ φον Έτβες απέδειξαν ότι οι μ., σύμφωνα με τους διάφορους ορισμούς, προκύπτουν ανάλογες μεταξύ τους με πάρα πολύ μεγάλη ακρίβεια. Στην πρακτική θεωρούνται ίσες και συνεπώς αυτό, εκτός του ότι δεν φέρει κανένα μειονέκτημα, κάνει απλούστερους τους τύπους και τους υπολογισμούς. Πολύ πιο σημαντική από το καθαρά τυπικό αποτέλεσμα είναι η φυσική έννοια της ταυτότητας μεταξύ της αδρανειακής μ. και της μ. βαρύτητας, επί του οποίου βασίζεται η θεωρία της γενικής σχετικότητας.
Στα όρια της κλασικής φυσικής η μ. υπακούει σε μια γενική αρχή διατήρησης, σύμφωνα με την οποία σε οποιεσδήποτε μεταβολές, η συνολική μ. παραμένει αμετάβλητη. Μια ιδιαίτερα ακριβής επαλήθευση αυτής της αρχής υπάρχει στις χημικές αντιδράσεις, στις οποίες η ακρίβεια των αποτελεσμάτων ελέγχεται από τον υπολογισμό των μ. και των συστατικών πριν και μετά την αντίδραση.
μ. και ενέργεια.Η μελέτη των ραδιενεργών φαινομένων ασχολείται με το γεγονός της παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας χωρίς να υπάρχει φαινομενικά μια μεταβολή της μ., φαινόμενο που ερχόταν σε αντίφαση με τους νόμους της διατήρησης της ενέργειας. Ο Αϊνστάιν, δίνοντας την περίφημη σχέση ισοδυναμίας μεταξύ μ. και ενέργειας που εκφράζεται από τη σχέση Ε = mc2 (όπου c είναι η ταχύτητα του φωτός στο κενό), η οποία υποκαθιστά τους δύο χωριστούς νόμους της διατήρησης της μ. και της ενέργειας και φέρει έναν μοναδικό νόμο διατήρησης μ.-ενέργειας, έδωσε μια συνεκτική ερμηνεία όχι μόνο των φαινομένων ραδιενέργειας, αλλά και των πειραματικών γεγονότων, όπως είναι η ύπαρξη μιας πίεσης που οφείλεται στο φως, την οποία ανακάλυψε ο Λεμπέντεφ.
Οι διαρκείς έρευνες στον τομέα της ατομικής και πυρηνικής φυσικής επέτρεψαν να επαληθευτεί η ουσιαστική ισοδυναμία μεταξύ μ. και ενέργειας και η ισχύς της σχέσης του Αϊνστάιν, που βρίσκει –μεταξύ άλλων– εφαρμογή στην εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας.
έλλειμμα μ.Ένα λαμπρό αποτέλεσμα της εφαρμογής της σχέσης του Αϊνστάιν είναι η ερμηνεία του αποκαλούμενου ελλείμματος μ. που εμφανίζεται στους ατομικούς πυρήνες και βρέθηκε πειραματικά με τη φασματοσκόπηση της μ. Οι πειραματικοί προσδιορισμοί των μ. των πυρήνων απέδειξαν ότι δεν ήταν ακέραια πολλαπλάσια των μ. των νουκλεονίων, δηλαδή η συνολική μ. του πυρήνα δεν ισούται, όπως θα αναμενόταν, με το άθροισμα των μ. των νουκλεονίων (πρωτονίων και νετρονίων) αυτού· στη διαφορά αυτή μεταξύ του αθροίσματος των μ. των νουκλεονίων και της πραγματικής του μ. δόθηκε η ονομασία έλλειμμα μ. Στο πλαίσιο της θεωρίας της σχετικότητας, το έλλειμμα μ. ερμηνεύεται ως η μ. που αντιστοιχεί στην ενέργεια που ελευθερώθηκε κατά τον σχηματισμό του πυρήνα. Από αυτό προκύπτει ότι όσο μεγαλύτερο είναι το έλλειμμα μ., τόσο μεγαλύτερη είναι η ευστάθεια του πυρήνα καθώς απαιτείται μεγαλύτερη ενέργεια για να τον διαλύσουμε στα διάφορα συστατικά του, γεγονός το οποίο συμφωνεί με το πείραμα.
αύξηση της μ. κατά τη θεωρία της σχετικότητας.Σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας, η οποία καθορίζει την ισοδυναμία μεταξύ μ. και ενέργειας, η μ. ενός σώματος, επί του οποίου παρέχεται ενέργεια, πρέπει να αυξάνεται (ένα σώμα θερμαινόμενο με προσφορά θερμικής ενέργειας πρέπει να έχει μ. μεγαλύτερη από το ψυχρό σώμα· ένα σώμα που έχει κινητική ενέργεια, πρέπει να έχει μ. μεγαλύτερη από το ίδιο σώμα σε ηρεμία, κλπ.). Στα κοινά μακροσκοπικά φαινόμενα οι συνήθεις ποσότητες της ενέργειας είναι πάρα πολύ μικρές για να δώσουν αισθητές μεταβολές μ. (η μ. ενός γραμμαρίου ισοδυναμεί με μια ενέργεια 9 x 1013 τζάουλ).
Για ένα κινούμενο σώμα, με ταχύτητα v ως προς ακίνητο παρατηρητή, η θεωρία προέβλεψε μια μ. ίση:
όπου m0 είναι η μ. του σώματος σε ηρεμία και c η ταχύτητα του φωτός. Από αυτή τη σχέση είναι προφανές ότι έχουμε μια αισθητή μεταβολή της μ. μόνο όταν το ν γίνεται ένα όχι αμελητέο κλάσμα του c, οπότε και ονομάζεται σχετικιστική ταχύτητα. Τέτοιες ταχύτητες που πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός επιτυγχάνονται στους επιταχυντές σωματιδίων και η αύξηση της μ., η οποία μετριέται εκεί, δίνει μια τιμή σύμφωνη με αυτή που προκύπτει βάσει της θεωρίας της σχετικότητας. Στην κατασκευή των συγχροτρονίων έχει ληφθεί υπόψη η αύξηση της μ. με την αύξηση της ταχύτητας των σωματιδίων, σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας. Αυτά τα πειραματικά δεδομένα, όπως και πολυάριθμα άλλα, αποδεικνύουν την ισοδυναμία της μ. και της ενέργειας, έστω και αν αυτές έχουν μεγάλη διαφορά στις φαινομενολογικές τους εκδηλώσεις.
ειδική μ. Από την έννοια της μ. μπορούμε να περάσουμε στην έννοια της ειδικής μ. ή πυκνότητας σχηματίζοντας τον λόγο μεταξύ της μ. διά του όγκου τον οποίο αυτή καταλαμβάνει. Η τιμή της μ. που βρίσκεται στη μονάδα του όγκου είναι αυτή την οποία θα είχε αν η κατανομή ήταν ομοιογενής όσον αφορά την ατομική μ.
κρίσιμη μ. Βλ. λ. κρίσιμη μάζα.
Η ίδια δύναμη που παράγεται, π.χ. από ένα ελατήριο, προσδίδει διάφορες επιταχύνσεις σε διάφορες μάζες: όσο αυξάνεται η μάζα, ελαττώνεται ανάλογα η επιτάχυνση. Το γεγονός αυτό προβλέπεται από τον θεμελιώδη νόμο της δυναμικής, που εκφράζεται με τον τύπο, F = μ·γ: εφαρμόζοντας επομένως μία γνωστή δύναμη και μετρώντας την επιτάχυνση που παράγεται, μπορούμε να υπολογίσουμε την τιμή της μάζας.
Στις κοινές χημικές αντιδράσεις, όπως π.χ. οι καύσεις, η μεταβολή της μάζας δεν είναι πρακτικά αισθητή.
Στις πυρηνικές αντιδράσεις, η μεταβολή της μάζας, που οφείλεται στον μετασχηματισμό της σε ενέργεια, είναι αισθητή.
Η μάζα είναι μία ιδιότητα χαρακτηριστική ενός σώματος. Ακόμα και σε καταστάσεις έλλειψης βαρύτητας, ένα σφυρί διατηρεί την ίδια μάζα που είχε και στην επιφάνεια της Γης: αν τεθεί σε λειτουργία με κάποια ταχύτητα, παίρνει την κινητική ενέργεια που απαιτείται, π.χ. για να κάμψει ένα έλασμα.
* * *
η (AM μᾱζα, Α και μάζα και δωρ. τ. μάδδα)
1. όγκος, σωρός («μᾱζα χρυσοῡ», Ιώσ.)
2. σβώλος
νεοελλ.
1. ζύμη αλεύρου, φύραμα
2. ημίρρευστο σώμα, πολτός («τα μακαρόνια έβρασαν πολύ και γίνανε μια μάζα»)
3. φυσ. φυσικό μέγεθος που ορίζεται ως μέτρο τής αδράνειας ενός σώματος και αποτελεί θεμελιώδη ιδιότητα τής ύλης
4. φρ. «σχετικιστική μάζα»
φυσ. η μάζα που αποδίδεται σε ένα κινούμενο σώμα σύμφωνα με την ειδική θεωρία τής σχετικότητας
5. (συν. πληθ.) οι μάζες
το πλήθος τού λαού, ιδίως οι εργαζόμενες τάξεις
αρχ.
1. παξιμάδι ή κομμάτι από πίτα διαφορετικής πυκνότητας και σκληρότητας με κύριο συστατικό το κρίθινο αλεύρι
2. έδεσμα από τριμμένο σιτάρι ή κριθάρι μουσκεμένο σε γάλα, κρασί ή νερό
3) το αμάλγαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μᾶζα έχει παραχθεί από θ. μαγ- (πρβλ. μαγῆναι, παθ. αόρ. τού μάσσω*) + επίθημα -ζα. Η ποσότητα τού μακρού -- τού τ. παραμένει ανερμήνευτη, παρ' ότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οφείλεται σε μια αμάρτυρη έρρινη μορφή *μάγγ-ζα. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν είναι αποδεκτή. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. massa).
ΠΑΡ. αρχ. μαζηρός, μαζύγιον, μαζώ
αρχ.-μσν.
μαζίον, μαζίσκη
μσν.
μαζάριον
μσν.- νεοελλ.
μαζώνω
νεοελλ.
μαζικός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) μαζοποιός
αρχ.
μαζαγόας, μαζαγρέτας, μαζοβόλιον, μαζονόμος, μαζοπέπτης, μαζούσιος, μαζοφάγος, μαζοφορίς. (Β' συνθετικό) νεοελλ. αμυγδαλόμαζα, χαρτόμαζα, χιονόμαζα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μᾶζα — barley cake fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάζα — η 1. ό,τι μοιάζει με ζύμη ή λάσπη: Τα φρούτα έγιναν μια μάζα. 2. ο λαός, ιδιαίτερα οι εργαζόμενες τάξεις, πλήθος λαού: Οι εργατικές μάζες διεκδικούν τα δικαιώματά τους. 3. (φυσ.), το ποσό ύλης που περιέχει ένα σώμα: Αυτό το σώμα έχει μάζα 100… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μάζα — μά̱ζᾱ , μᾶζα barley cake fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάζᾳ — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίσιμη μάζα — Όρος της πυρηνικής φυσικής που δηλώνει την ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια αλυσωτή αντίδραση (ικανή να μας δώσει τη λεγόμενη πρώτη γενεά σωματιδίων). Εκτός από τον όρο κ.μ. χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… …   Dictionary of Greek

  • αδενοειδείς εκβλαστήσεις — Μάζα λεμφικού ιστού μεταξύ ρινικής κοιλότητας και φάρυγγα. Η οξεία φλεγμονή των α.ε. προκαλεί αδενοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από πυρετό, δυσκολία αναπνοής από τη μύτη, φλόγωση του μέσου αφτιού και γενική κατάπτωση. Αδενοειδισμός ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”